ἐπέμψαν

ἐπέμψαν
ἐπέμψᾱν , ἐπί , ἐν-ψάω
rub
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἐπέμψᾱν , ἐπί , ἐν-ψάω
rub
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἐπέμψᾱν , ἐπί-ἐμψάω
wipe in
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἐπέμψᾱν , ἐπί-ἐμψάω
wipe in
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔπεμψαν — πέμπω send aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππάστρια — η (Α ἱππάστρια) νεοελλ. γυναίκα ασκημένη στην ιππασία, δεινή ιππεύτρια (αρχ. (για καμήλες) η δρομάδα, η δρομευτική («ἔπεμψαν ἱππαστρίαις καμήλοις ἀγγέλους πρὸς Πευκέσταν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ἱππαστήρ (< ἱππάζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κραιπνοφόρος — κραιπνοφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”